- καταφοιτώ
- καταφοιτῶ, -άω AM, Α και ιων. τ. -έω(επιτ. τ. τού φοιτώ) μσν. καταλήγω («καὶ κατεφοίτα πρὸς τὴν πρᾱξιν ὁ λόγος», Θεοφύλ.Σιμ.)αρχ.1. κατέρχομαι, κατεβαίνω, επιφοιτώ2. κατεβαίνω συνεχώς ή τακτικά, όπως τα άγρια θηρία κατεβαίνουν από τα βουνά για τη λεία τους («καταφοιτέοντες γὰρ οἱ λέοντες τὰς νύκτας καὶ λείποντες τὰ σφέτερα», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φοιτῶ «περιφέρομαι, συχνάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.